ὀβελίτης

ὀβελίτης
ὀβελί̱της , ὀβελίτης
baked
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οβελίτης — ὀβελίτης, ὁ (Α) 1. οβελίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων» …   Dictionary of Greek

  • οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… …   Dictionary of Greek

  • ὀβελίτου — ὀβελί̱του , ὀβελίτης baked masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”